- ανεμομάζωμα
- τοό,τι αποκτήθηκε με μη νόμιμα μέσα, ό,τι αποθησαυρίστηκε με τρόπο μη ηθικό («ανεμομαζώματα, διαολοσκορπίσματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμομάζωμα — ανεμομάζωμα, το και ανεμομάζεμα, το αυτό που αποχτήθηκε με παρανομίες ή ανήθικα μέσα: Ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek